γλυφαίνω

γλυφαίνω
γλύφανα
1. μτβ., κάνω κάτι γλυφό.
2. αμτβ., γίνομαι γλυφός: Το νερό γλύφανε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλυφαίνω — [γλυφός] 1. κάνω κάτι γλυφό 2. είμαι ή γίνομαι γλυφός, υφάλμυρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”